πιμπλάνομαι

πιμπλάνομαι
πιμπλάνομαι, [dialect] Ep. pass. form,=πίμπλαμαι, Il.9.679.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πιμπλάνομαι — Α βλ. πίμπλημι …   Dictionary of Greek

  • πιμπλάνεται — πιμπλάνομαι pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίμπλημι — και πίπλημι και πίπλω και πιμπλάω και πιμπλέω και πιμπλάνομαι, ΜΑ 1. πληρώ, γεμίζω με κάτι (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», Ομ. Οδ. β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ ἅπασαν ἔπλησε», Ευρ.) 2. γεμίζω το στόμα μου ή την κοιλιά μου, χορταίνω («οὗτος μὲν οὐδ αν …   Dictionary of Greek

  • ἀποπιμπλάνοιτο — ἀπό πιμπλάνομαι pres opt mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”